υπερκορεννύω

υπερκορεννύω
ὑπερκορέννυμι ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
γεμίζω κάτι μέχρι το ακρότατο όριο, παραγεμίζω
νεοελλ.
χημ. (σχετικά με διάλυμα) προκαλώ υπερκορεσμο
αρχ.
δημιουργώ σε κάποιον υπέρμετρο αίσθημα κορεσμού, τόν χορταίνω πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + κορέννυμι «γεμίζω, χορταίνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπερκορέννυμι — ΜΑ βλ. υπερκορεννύω …   Dictionary of Greek

  • υπερκορεσμένος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει υποστεί υπερκορεσμό («υπερκορεσμένο επάγγελμα») 2. φρ. «υπερκορεσμένο διάλυμα» φυσ. χημ. υπέρκορο διάλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. υπερκορεννύω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”