- υπερκορεννύω
- ὑπερκορέννυμι ΝΜΑνεοελλ.-μσν.γεμίζω κάτι μέχρι το ακρότατο όριο, παραγεμίζωνεοελλ.χημ. (σχετικά με διάλυμα) προκαλώ υπερκορεσμοαρχ.δημιουργώ σε κάποιον υπέρμετρο αίσθημα κορεσμού, τόν χορταίνω πολύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + κορέννυμι «γεμίζω, χορταίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.